κρισολογούμαι

κρισολογούμαι
και κρισολογιέμαι
1. διεξάγω δίκη εναντίον κάποιου
2. δικάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίση + -λογούμαι (< -λόγος < λέγω), πρβλ. απο-λογούμαι, δικαιολογούμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρισολογούμαι — και κρισολογιέμαι κρίνομαι, δικάζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρισολόγημα — το [κρισολογούμαι] δικαστικός αγώνας, δίκη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”